Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Διάφανες ψυχές....

Σκέπασε τα πόδια του με το σεντόνι. Από μικρό παιδί τον ακολουθούσε ένας περίεργος φόβος. Την πηγή και την αιτία δεν την γνώριζε. Ένιωθε ότι αν κοιμηθεί με τα πόδια του ακάλυπτα κάτι θα γινόταν. Γελούσε η μητέρα του όταν της το έλεγε. ‘’ Καλά εσύ δεν έχεις τον θεό σου. Άλλοι σκεπάζονται μέχρι την τελευταία τους τρίχα και εσύ…. Δεν έχεις τον θεό σου, σου λέω!’’
Τα χρόνια πέρασαν από εκείνη την μικρή συζήτηση. Τα μαλλιά του μάκρυναν. Ο ίδιος ψήλωσε, έβγαλε γένια, μα αυτή η περίεργη συνήθεια δεν τον άφησε ποτέ. Τώρα πια μόνος του, σε ένα άδειο σπίτι, το μόνο που του είχε μείνει ήταν η ανάμνηση των δικών του και το σεντόνι του. Τελικά ήταν το μόνο που του κρατούσε συντροφιά και ζεστασιά στην ψυχή, γιατί ντάλα καλοκαίρι δεν είχε ανάγκη από άλλη ζεστασιά. Έξω σαράντα βαθμούς, μα μέσα στην ψυχή του παγωνιά.
Κοίταξε το ρολόι, είχε πάει κιόλας μία μετά τα μεσάνυχτα. Άξαφνα ένας κόμπος ήρθε και φώλιασε στο λακκάκι του λαιμού του. Ο ύπνος αργούσε αλλά ο ίδιος δεν θα έπρεπε και άλλη φορά να αργήσει στην δουλειά του. Έκλεισε τα μάτια του. Γύρισε πλευρό, με τα πέλματα πάντα κάτω από το τσαλακωμένο σεντόνι και έκλεισε τα μάτια του. Τίποτα. Η θύμηση της και πάλι εκεί να τον κάνει να χάνει το μυαλό του.
Η Στέφι ήταν η πρώτη του αγάπη. Την γνώρισε στο γυμνάσιο. Ήταν μια οπτασία. Μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια μαύρα αινιγματικά και ένα ντύσιμο που ήταν πολύ ‘’προχώ‘’, όπως έλεγε η φίλη του Δανάη. Γνωριστήκαν σε μια σχολική μονοήμερη εκδρομή. Εκείνος ένα αγόρι με ίσια καστανά μαλλιά, αμυγδαλωτά μάτια , χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο στα χαρακτηριστικά ή το ντύσιμο του. Στο σχολείο, όταν δεν φορούσε κάποιος μάρκα, δηλαδή ακριβά ρούχα και παπούτσια, δεν ήταν ενημερωμένος για τις νέες τάσεις σε μαλλί και στυλ και δεν ήταν αρεστός. Κάπως έτσι ήταν και ο Λουκάς.
Σπάνια αγόραζε ρούχα πάνω από είκοσι ευρώ. Θεωρούσε ότι έκανε την δουλειά του και με φθηνότερα ρούχα, άλλωστε γιατί να πληρώσει την μάρκα μόνο και μόνο για να πει ότι την φοράει;
Μάζευε τα χρήματα του και αργότερα τα χρησιμοποίησε σε ένα ταξίδι που θα του έμενε για πάντα αξέχαστο.
Στην Στέφι αντίκρυζε το ίδιο μοτίβο με το δικό του, μόνο που εκείνη σαν κορίτσι θα ήθελε να προκαλέσει και λίγο τα βλέμματα των αγοριών. Τουλάχιστον αυτό αντιλαμβανόταν κάθε φορά που κρυφά βλέμματα την έλουζαν στα διαλείμματα.
Πέρασαν έτσι δύο χρόνια. Το γυμνάσιο τελείωσε και μπήκε το λύκειο για τα καλά μέσα στη ζωή τους. Το διάβασμα περισσότερο, οι δυσκολίες βουνό καθώς και οι εργασίες. Ειδικά για εκείνους που ήθελαν να δώσουν πανελλήνιες για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Ο Λουκάς ήταν ένας από εκείνους που ήθελαν να σπουδάσουν. Τον ενδιέφερε η ιατρική και ήθελε διακαώς να περάσει. Είχε βάλει σκοπό να μπει με την πρώτη και όχι να χάσει τον χρόνο του στα ίδια και τα ίδια. Παρά το γεγονός ότι το διάβασμα τον είχε απομακρύνει από τις παρέες και τις βόλτες, είχε καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον της Στέφης που το τελευταίο χρόνο έκαναν πολύ παρέα.
Εκείνος την λάτρευε, εκείνη όμως δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο. Με υπομονή και πνίγοντας καθημερινά τα συναισθήματα του, στάθηκε δίπλα της σαν φίλος για χρόνια. Η ζωή όμως, που δεν ορίζει χρόνο, έφερε στον Λουκά αυτό που για καιρό ζητούσε, μια σύντροφο και όχι πρόσκαιρες σχέσεις της μία νύχτας ή και του ενός μήνα. Στη ζωή του εντελώς αναπάντεχα έφτασε η Νόπη.
Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι που διοργάνωνε το λύκειο τους. Ήταν μια καστανή κοπέλα με στρουμπουλά μπουτάκια, μικρό στήθος και μικρή μεσούλα. Ήταν δηλαδή το κλασικό στυλ της Ελληνίδας γυναίκας. Τα μαλλιά της μέχρι τον ώμο, κυματιστά, γεμάτα λάμψη και ένα υπέροχο άρωμα και κάτι καστανά της μάτια, που μαγνήτιζαν όποιον κοιτούσαν, έκλεψαν την καρδιά του Λουκά που μέχρι τότε δεν είχε μάτια για άλλη παρά μόνο για την Στέφη.
Η κοπελιά ντροπαλή και με μεγάλο κόμπλεξ για το σώμα της, ένιωσε βασίλισσα δίπλα στον Λουκά που την αγάπησε για αυτό που ήταν.
Έγιναν ζευγάρι σχεδόν αμέσως. Σεβόταν τις προτεραιότητες του Λουκά, και εκείνος τις δικές της. Και οι δυο ήθελαν να περάσουν στην ιατρική. Και οι δυο τα ίδια όνειρα. Άρχισαν να βγαίνουν με την παρέα και να χάνονται στις βόλτες τους στην Πλάκα και το Μέτς. Μα ο Λουκάς δεν είχε υπολογίσει κάτι….
Η Στέφη δεν ενδιαφερόταν για τον ίδιο. Μα της άρεσε να τρέχει πίσω της σαν το σκυλάκι της. Η Στέφη περνώντας τα χρόνια είχε μετατραπεί σε μια εγωίστρια ψευτοκολτουριάρα που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το εγώ της. Χαμογελούσε ψυχρά και άλλοτε στριφνά στην Νόπη. Μιλούσε πίσω από την πλάτη της με τα χειρότερα λόγια και φρόντιζε να μάθει τις συκοφαντίες που τις φόρτωνε. Τη σχέση του Λουκά και της Νόπης δεν την άγγιζαν τα ωστικά κύματα που προκαλούσε η Στέφη. Ο δε Λουκάς είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια του σαν έβλεπε την αλλαγή της συμπεριφοράς της φίλης του.
-Δεν σε καταλαβαίνω γιατί φέρεσαι έτσι… Της είπε ένα βράδυ που βρεθήκανε στο στέκι τους.
-Τι δεν καταλαβαίνεις Λουκά. Μα καλά πόσο ξέπεσες καημένε. Δες την πως είναι. Τα χάλια της έχει.
-Πως τολμάς να μιλάς κατά αυτόν τον τρόπο;
-Γιατί δεν βλέπεις μπροστά σου.
Τα μάτια του δάκρυσαν στο άκουσμα των λόγων της. Η κοπέλα που αγάπησε, που για χρόνια την κοιτούσε στα μάτια και ανεχόταν το κάθε ένα γκόμενο που έσερνε μαζί της αφήνοντας την ψυχή του ματωμένη να πνίγεται στον έρωτα της, δεν σεβόταν τον ίδιο και την γυναίκα που αγαπούσε. Σηκώθηκε δίχως να της μιλήσει. Δεν ήταν από την αρχή αυτό που ζητούσε. Πλήρωσε και έφυγε αφήνοντας την να τον κοιτάζει αποσβολωμένη. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να της το κάνει αυτό;
Λίγες ώρες αργότερα, και αφού το κινητό του Λουκά είχε σπάσει από τις δεκάδες κλήσεις της Στέφης, ο Λουκάς και η Νόπη περνούσαν την πόρτα του αεροδρομίου για εκείνο το ταξίδι που ο ίδιος για χρόνια ονειρευόταν.
Η ψυχή του διάφανη, χρόνια τώρα δίπλα στην Στέφη. Άφησε για πάντα πίσω του, το κορίτσι των παιδικών του ονείρων ακολούθησε το μονοπάτι της πραγματικής του ζωής.