Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Μπλε... Γραμμή... Σμαραγδή Μητροπούλου

ΜΠΛΕ ΓΡΑΜΜΗ
Σμαραγδή Μητροπούλου

Πρωινό Σαββάτου, σχεδόν 7. Πιστός στην προσφιλή του συνήθεια, ο Πέτρος σηκώθηκε νωρίς. Στην κουζίνα τον περίμενε ήδη αχνιστός αχνιστός, μαζί με ένα πιατάκι φρέσκα κουλουράκια, ο καφές που του είχε φτιάξει η κυρα-Ασημίνα, η γυναίκα που ερχόταν κι έκανε την καθαριότητα στο σπίτι.
Τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο κι άρχισε να πίνει τον καφέ του με αργές γουλιές, παρατηρώντας την ανατολή του ήλιου.  ΄Εξω στο κηπάκι, ήδη η κυρα-Ασημίνα μάζευε με τη σκούπα κι έριχνε μέσα σε μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών τα κίτρινα φύλλα από τα δέντρα. Της έγνεψε με το χέρι, λέγοντας «καλημέρα» κι ύστερα, άφησε το φλιτζάνι στην άκρη και, δαγκώνοντας αργά ένα κουλουράκι, άνοιξε το πακέτο που του είχε φέρει την προηγούμενη μέρα ο ταχυδρόμος. 
Ξεφύλλισε με αργές κινήσεις τις σελίδες του περιοδικού, χαμογέλασε αχνά, όταν είδε το άρθρο του και το άφησε στην άκρη.
  Τι μου συμβαίνει τον τελευταίο καιρό; αναρωτήθηκε.
Τίναξε το κεφάλι του, σαν να ήθελε να το απαλλάξει από οιαδήποτε σκέψη. Σε λίγο θα τέλειωνε το πρωινό του, θα πήγαινε μέχρι την Αποκάλυψη να συζητήσει με τον πατέρα- Θεοφάνη για την αυριανή λειτουργία και ύστερα θα επέστρεφε στο σπίτι για να κλειστεί στο γραφείο του, να συγγράψει και να μελετήσει.  Το απογευματάκι ίσως να έκανε τον περίπατό του. Γιατί ο Πέτρος απολάμβανε ιδιαίτερα τους μοναχικούς περιπάτους στη φύση μέσα από μονοπάτια ξεχασμένα απ’ το χρόνο.
Eκείνο που τον τραβούσε ιδιαίτερα, ήταν μια πολύ ξεχωριστή τοποθεσία έξω από τη Σκάλα, γεμάτη ουρανό και θάλασσα, ενώ ένα μικρό, λιγάκι απότομο στενό, πίσω από ένα σπιτάκι, που τον περισσότερο καιρό παρέμενε κλειστό, οδηγούσε σε μία μικρή απομονωμένη πλαζ.  Εκεί στεκόταν και θαύμαζε το τοπίο κι όταν ο καιρός ήταν καλός κατέβαινε το μονοπάτι και  καθόταν στην άμμο ακολουθώντας με το βλέμμα τη γραμμή της θάλασσας...κι ήταν ένα χρώμα βαθύ μπλε…..
Δεν ήταν βέβαια ο μόνος που ένιωθε συνδεδεμένος με το μέρος αυτό.
Εκεί πήγαινε συχνά και ο Μάνος, έστηνε το καβαλέτο του και αποτύπωνε με χρώματα, άλλοτε τη θάλασσα (ήρεμη ή φουρτουνιασμένη) κι άλλοτε τη λεπτομέρεια ενός μικρού λουλουδιού κρυμμένου μέσα στα χορτάρια.
Ο Πέτρος χαμογέλασε στη σκέψη του νεαρού που δάμαζε τα άπειρα χρώματα με το πινέλο του  και τις βυζαντινές μελωδίες με τη φωνή του. Τις Κυριακές έψελναν δίπλα δίπλα στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης…. 
«Τι θες να σου φτιάξω για το μεσημέρι, κυρ-Πέτρο μου;» η φωνή της κυρα-Ασημίνας τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Ε;» έκανε.
«Τι να σου φτιάξω για το μεσημέρι;» ξαναρώτησε η γυναίκα.
«Χμ……ό,τι καλύτερο νομίζεις εσύ…..», είπε ο Πέτρος, ενώ στο μυαλό του τριβέλιζαν διάφορες σκέψεις.
Σημείωσε κάτι στο μπλοκάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του και το έχωσε στην τσέπη του….
Ένας ζεστός φθινοπωρινός ήλιος (κι ας ήταν σχεδόν τέλη Νοέμβρη) τον υποδέχτηκε, καθώς βγήκε απ’ το σπίτι.  Θα’ θελε πάρα πολύ να κάνει τη διαδρομή μέχρι το σπήλαιο της Αποκάλυψης με τα πόδια, όμως δεν ήθελε ν’ αφήσει τον πατέρα-Θεοφάνη να περιμένει….

Καθώς βάδιζε προς τη στάση του λεωφορείου, το βήμα του κόντυνε λίγα μόλις μέτρα έξω από το ΠΕΡΙΤΕΧΝΟ, το μαγαζί με τις αντίκες και τα έργα τέχνης, που βρισκόταν στο κεντρικότερο σημείο της μικρής πλατείας.
Με το πρόσωπο σχεδόν κολλημένο στο τζάμι, να παρατηρεί τη θαλασσογραφία που δέσποζε στη βιτρίνα, ο Μάνος απορροφημένος στο δικό του κόσμο. Και δίπλα του…εκείνη…!! Η Ανθή….!! Να του μιλά χαμογελαστή….
**********

Η Ανθή….
Όλα ξεκίνησαν τρεις μήνες πριν.
Απόγευμα Κυριακής ήταν, η τελευταία των διακοπών, μιας και τη Δευτέρα άνοιγαν τα σχολεία, κι ο Πέτρος είπε να επισκεφθεί και πάλι την «περιοχή του παραδείσου», όπως την ονόμαζε.
Είχε φτάσει σχεδόν στα μισά του μονοπατιού, όταν είδε ένα γυναικείο, ημίγυμνο σώμα να ξεπροβάλει κατά διαστήματα μέσα από το νερό.  Οι κινήσεις της ήταν ρυθμικές, σχεδόν χορευτικές, καθώς κολυμπούσε κατά μήκος της ακτής.
Ο Πέτρος ξεροκατάπιε κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του, νομίζοντας πως μάλλον ονειρευόταν. Σίγουρα ήταν κάτι σαν αντικατοπτρισμός που θα διαλυόταν, καθώς ο ήλιος έγερνε στη δύση του.
Ξανάνοιξε τα μάτια του και την είδε να τυλίγεται με ένα λευκό μπουρνούζι, ενώ με μια χτένα προσπαθούσε να ξεμπερδέψει και να χτενίσει τα μαλλιά της.
Ύστερα μάζεψε τα πράγματά της και πήγε ν’ ανέβει στο μονοπάτι. Ίσα που πρόλαβε ο Πέτρος να οπισθοχωρήσει και να φύγει, προτού εκείνη τον αντιληφθεί.
Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Στο μυαλό του, μα και στο σώμα του, ήταν έντονη η εικόνα της…..
Πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξή του, όταν την επόμενη μέρα, που θα γινόταν κι ο αγιασμός, ο σχολάρχης τους παρουσίασε τη νέα τους συνάδελφο. Δεν ήταν άλλη από την υπέροχη οπτασία που είχε δει μόλις την προηγούμενη μέρα στο ακροθαλάσσι.
Την Ανθή!!!.
**********
«Είμαι σίγουρη, Μάνο, πως οι δικοί σου πίνακες είναι πολύ ανώτεροι από το έργο αυτό που με τόσο θαυμασμό παρατηρείς….», έλεγε εκείνη τη στιγμή η Ανθή.
Ο Μάνος κοκκίνισε ελαφρά.
«Σας…σας ευχαριστώ!...» είπε κοιτάζοντάς την κατάματα, ενώ ο νους του ταξίδευε.
**********
Κρατώντας προσεκτικά το πινέλο, ο Μάνος παρατήρησε για λίγο τη λευκή γαρδένια και μετά άρχισε να την αποτυπώνει προσεκτικά στο καβαλέτο του.   Εδώ και λίγες εβδομάδες το μικρό σπιτάκι πάνω απ’ τα βράχια, με τη συγκλονιστική θέα στη θάλασσα, είχε αρχίσει να αποκτά ζωή… Φρεσκοβαμμένο, περιποιημένο, ο κήπος ξεχορταριασμένος και γεμάτος γλάστρες με διάφορα άνθη, με τις γαρδένιες να κυριαρχούν.
Σίγουρα θα πρόκειται για κάποια μοναχική, ρομαντική ψυχή, συλλογίστηκε, ενώ ζωγράφιζε.
Το βλέμμα του σκιάστηκε για λίγο. Σε μια βδομάδα θα ξανάρχιζε το σχολείο, έτσι δεν θα’ χε πια τόσο ελεύθερο χρόνο να εμπνέεται και να ζωγραφίζει. Κάποιον τρόπο όμως θα’ βρισκε, χωρίς να παραμελεί τα
 μαθήματά του….
Ο θόρυβος της πόρτας του σπιτιού που άνοιγε, του απέσπασε την προσοχή.
Μια νεαρή γυναίκα, βγήκε στον κήπο, πήρε ένα ποτιστήρι, το γέμισε νερό απ’ τη βρύση κι άρχισε να ποτίζει προσεκτικά τις γλάστρες με τα λουλούδια, τραγουδώντας ένα παλιό, νοσταλγικό  τραγούδι που μιλούσε για αγάπες χαμένες και μαραμένες…..
Ο Μάνος άφησε το πινέλο στο πλάι.
Πόσο υπέροχα τραγουδά, σκέφτηκε και χειροκρότησε αυθόρμητα.
Η γυναίκα του χαμογέλασε- τι γλυκό χαμόγελο, τι όμορφα μάτια…προπάντων τα μάτια, ξανασκέφτηκε ο Μάνος-κι αυθόρμητα έκοψε μια γαρδένια και του την έδωσε.
Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκε με νανούρισμα τη φωνή και το τραγούδι της.
Και τι έκπληξη ένιωσε όταν, μια βδομάδα μετά, η γυναίκα με τη γαρδένια, όπως την ονομάτιζε μιας και δεν ήξερε καν πώς την έλεγαν, μπήκε στην τάξη του, τη Β΄ Λυκείου! Θα έκαναν μαζί το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
Και το όνομά της; Ανθή!!
Όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, πρόσεξε ότι στο χέρι της φορούσε ένα ασημένιο δακτυλίδι με λευκές πέτρες σε σχήμα γαρδένιας.

                                                             

«Μάνο, καλημέρα!» Κοφτή η φωνή του Πέτρου, τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Καλημέρα, δάσκαλε!»
«Τι ευχάριστη έκπληξη, αγαπητή Ανθή», ξανάπε ο Πέτρος, απευθυνόμενος στη συνάδελφό του.  «Τι πιο φυσικό να σας δω και τους δυο στο ΠΕΡΙΤΕΧΝΟ».
«Υποθέτω βέβαια πως η συνάντησή σας ήταν τυχαία, έτσι;» πρόσθεσε –δήθεν αστειευόμενος.
«Να…εγώ…εμείς…δηλαδή….», ο Μάνος κόμπιασε.
Λίγο ακόμα και θα την έπαιρνες αγκαλιά, μικρέ ανόητε, σκέφτηκε ο Πέτρος. Λες και δεν μπορώ να διαβάσω το βλέμμα σου, νομίζεις….
«Θέλω να αγοράσω μερικά διακοσμητικά για το σπίτι…», είπε η Ανθή
«Κι εγώ…μερικά καινούργια χρώματα….να φτιάξω μια θαλασσογραφία σαν αυτή…σαν αυτή εδώ…», είπε κι ο Μάνος, δείχνοντας προς το μέρος της βιτρίνας.
Μια θάλασσα ακίνητη εντελώς….μια μπλε γραμμή ολόιση…δίχως κυματάκια….δίχως παφλασμούς….σαν μια ζωή γραμμική…ρηχή και μουντή, συλλογίστηκε η Ανθή.
 «Εσύ θα φτιάξεις πολύ πιο όμορφα πράγματα….….έχεις το χάρισμα….», είπε στον Μάνο, ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του.
Κι εσύ….κι εσύ έχεις το χάρισμα Ανθή….να…. η καρδιά του Πέτρου άρχισε να χτυπά άτακτα.
«Πηγαίνω στον πατέρα-Θεοφάνη. Μιας και σε βρήκα, καλό θα’ ταν να’ ρθεις κι εσύ μαζί μου, Μάνο!» είπε.
«Μα….»
«Πρέπει να συνεννοηθούμε για κάποια θέματα που αφορούν αύριο τη χορωδία», επέμεινε ο Πέτρος και τον τράβηξε ελαφρά από το μπράτσο. «Δε θα μας πάρει πολύ. Μετά θα’ σαι ελεύθερος……»
Η Ανθή έκανε νόημα στο Μάνο σαν να του έλεγε ότι έπρεπε να υπακούσει. Ύστερα χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο και μπήκε στο μαγαζί.
«Θα’ θελα…θα’ θελα να ‘ σαι πιο προσεκτικός….», είπε σιγανά, μα αυστηρά, ο Πέτρος στον νεαρό.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Προτού ακολουθήσει το δάσκαλό του γύρισε κι έριξε μια ματιά στη θάλασσα. Ακούστηκε ο απαλός ήχος που έκανε το κυματάκι καθώς έσκασε στην ακτή. Το χρώμα….βαθύ μπλε.







Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Κρυφές ανάσες.

Καμιά φορά λέω πως η ποίηση είναι πληθώρα συναισθημάτων και πολλές ιστορίες μαζί μέσα σε έναν στίχο. Η φίλη - ποιήτρια Κυριακή Μαραντίδου μου χαρίζει για δεύτερη φορά ένα από τα ποιήματα της. Και μάλιστα το δημιούργησε αποκλειστικά για το βιβλίο μου Κρυφές ανάσες - Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ



Ανάσα μου.. Νιώθω να σε αναπνέω... Ανασαίνω και νιώθω μια δεύτερη αναπνοή μέσα μου.. Σε γεύομαι σε μυρίζω,σε ΖΩ... Τα θυμάσαι αυτά τα λόγια? Θυμάσαι που μου έλεγες να κρατηθώ δυνατή? Να είμαι εγώ αυτή που θα σε νιώσει? Εσύ όμως ξέχασες τα πάντα και έφυγες... Χάθηκες και δεν κοίταξες ποτέ πίσω.. Και βρέθηκα να μετρώ τις κρυφές ανάσες που μου είχες χαρίσει για να μπορέσω να μείνω δύνατή.. Με αυτές πορεύομαι... Οι κρυφές ανάσες είναι που με κρατάνε ζωντανή.... Τις κράτησα από τότε που στάλαζε μέσα μου ο έρωτας από τα λόγια σου... Κράτησα τότε την ανάσα σου την ώρα που με πάθος μου δινόσουν και την έκανα φυλαχτό πολύτιμο. Κρυφές ανάσες στάλαξαν στην ψυχή μου,και μου έδωσαν πνοή για να αντέξω τη φυγή σου. Κρυφές ανάσες κράτησα για να μπορώ να εκθέτω τις ψευδαισθήσεις τα όνειρα,τις σκέψεις και τα λόγια μου σε λευκό χαρτί....
                                             



.

..

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΠΙΣΩ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ Νίκος Ραφαηλίδης

Ένα βιβλίο μικρό μα γεμάτο ουσία. Πάντα μου άρεσαν τα μικρά βιβλία. Τους είχα σαν να λέμε, εμπιστοσύνη. Αγόρασα το βιβλίο του Νίκου Ραφαηλίδη στην πρώτη του παρουσίαση στην Αθήνα. Με τράβηξε το εξώφυλλο που αργότερα έμαθα πως είναι έργο του ίδιου του συγγραφέα. Μιλάμε λοιπόν για ένα πολυτάλαντο νέο παιδί που ξεκινά να μπαίνει στα μονοπάτια της λογοτεχνίας με ένα πολύ ιδιαίτερο έργο.
Εγώ είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά. Η ταπεινή μα πρόσχαρη φυσιογνωμία του με κέρδισε από τα πρώτα λεπτά της συνομιλίας μας. Ένα παλικάρι μόλις είκοσι ενός ετών με πολλές ανησυχίες και πολλά ταλέντα. Αν σκεφτεί κανείς ότι είναι ένας υπέροχος σκιτσογράφος,ηθοποιός και πολλά άλλα.
Το βιβλίο μας μιλά για την ερωτική απογοήτευση. Για τον πειραματισμό προς χάρη της πρώτης. Για όλα όσα βασανίζουν έναν νεαρό στα τριάντα φεύγα που ζητά η ζωή να του δώσει ευκαιρίες. Το θέμα του ευρηματικό. Η γραφή του γλαφυρή γεμάτη εικόνες. Η ιστορία του Νίκου με κέρδισε. Είναι από εκείνες που λες ότι τις έχεις ζήσει. Τουλάχιστον τα γεγονότα που περιγράφει και αφορούν την πραγματική ζωή. Διότι περιέχει και το φανταστικό στοιχείο το οποίο του προσδίδει αγωνία. Δεν θέλω να γράψω πολλά μη χαλάσω την μαγεία. Ο Νίκος Ραφαηλίδης είναι μια πένα που έχει να δώσει πολλά. Το δε βιβλίο ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΠΙΣΩ εγώ θα ήθελα να έχει και συνέχεια....
Νίκο μου ευχαριστώ, το ευχαριστήθηκα.

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Εκεί που το όνειρο συναντά τη ζωή..

Εκεί που το όνειρο συναντά την ζωή. Εκεί που ότι έχουμε σκεφτεί γίνεται με μια ανάσα , δίχως κόπο. Εκεί να βρεθούμε. Να ζήσουμε.
Κόποι , καημοί και δάκρυα , δεν υπάρχουν σε αυτή την χρωματιστή παλέτα του ονείρου. Τα χαμόγελα διάπλατα. Η αγάπη μεταμορφωμένη σε μικρές χιλιάδες πεταλούδες , αγγίζει κάθε καρδιά και δίνει ζωντάνια και χρώμα.
Σε κάθε άνθρωπο αξίζει να περάσει έστω και λίγο από ετούτο τον μαγικό τόπο. Να ξενοιάσει, να σηκώσει τα χέρια ψηλά να ακουμπήσει το φως του ήλιου, να αγγίξει τον ουρανό να γίνει ένα μαζί του.
Δεν ξέρω αν είναι τελικά στο χέρι μας όλη η ετούτη η μαγεία που περιγράφω. Αξίζει όμως να δοκιμάσουμε να το ζήσουμε.
 Αξίζει να περπατήσουμε ανάμεσα στις χρωματιστές πεταλούδες, να παρασυρθούμε στην δίνη του ποταμού της αγάπης.
Την βρίσκουμε σπάνια μα όταν την βρούμε αξίζει κάθε θυσία ώστε να την κρατήσουμε για πάντα κοντά μας. Η αληθινή αγάπη δεν έχει χρώμα ούτε καταγωγή. Είναι ανιδιοτελής και έτοιμη να αντιμετωπίσει  κάθε δυσκολία. Έτσι μόνο θα βρεθεί στον μαγικό μου κόσμο. 

Στα όνειρα μου...

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Διάφανες ψυχές....

Σκέπασε τα πόδια του με το σεντόνι. Από μικρό παιδί τον ακολουθούσε ένας περίεργος φόβος. Την πηγή και την αιτία δεν την γνώριζε. Ένιωθε ότι αν κοιμηθεί με τα πόδια του ακάλυπτα κάτι θα γινόταν. Γελούσε η μητέρα του όταν της το έλεγε. ‘’ Καλά εσύ δεν έχεις τον θεό σου. Άλλοι σκεπάζονται μέχρι την τελευταία τους τρίχα και εσύ…. Δεν έχεις τον θεό σου, σου λέω!’’
Τα χρόνια πέρασαν από εκείνη την μικρή συζήτηση. Τα μαλλιά του μάκρυναν. Ο ίδιος ψήλωσε, έβγαλε γένια, μα αυτή η περίεργη συνήθεια δεν τον άφησε ποτέ. Τώρα πια μόνος του, σε ένα άδειο σπίτι, το μόνο που του είχε μείνει ήταν η ανάμνηση των δικών του και το σεντόνι του. Τελικά ήταν το μόνο που του κρατούσε συντροφιά και ζεστασιά στην ψυχή, γιατί ντάλα καλοκαίρι δεν είχε ανάγκη από άλλη ζεστασιά. Έξω σαράντα βαθμούς, μα μέσα στην ψυχή του παγωνιά.
Κοίταξε το ρολόι, είχε πάει κιόλας μία μετά τα μεσάνυχτα. Άξαφνα ένας κόμπος ήρθε και φώλιασε στο λακκάκι του λαιμού του. Ο ύπνος αργούσε αλλά ο ίδιος δεν θα έπρεπε και άλλη φορά να αργήσει στην δουλειά του. Έκλεισε τα μάτια του. Γύρισε πλευρό, με τα πέλματα πάντα κάτω από το τσαλακωμένο σεντόνι και έκλεισε τα μάτια του. Τίποτα. Η θύμηση της και πάλι εκεί να τον κάνει να χάνει το μυαλό του.
Η Στέφι ήταν η πρώτη του αγάπη. Την γνώρισε στο γυμνάσιο. Ήταν μια οπτασία. Μακριά μαύρα μαλλιά, μάτια μαύρα αινιγματικά και ένα ντύσιμο που ήταν πολύ ‘’προχώ‘’, όπως έλεγε η φίλη του Δανάη. Γνωριστήκαν σε μια σχολική μονοήμερη εκδρομή. Εκείνος ένα αγόρι με ίσια καστανά μαλλιά, αμυγδαλωτά μάτια , χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο στα χαρακτηριστικά ή το ντύσιμο του. Στο σχολείο, όταν δεν φορούσε κάποιος μάρκα, δηλαδή ακριβά ρούχα και παπούτσια, δεν ήταν ενημερωμένος για τις νέες τάσεις σε μαλλί και στυλ και δεν ήταν αρεστός. Κάπως έτσι ήταν και ο Λουκάς.
Σπάνια αγόραζε ρούχα πάνω από είκοσι ευρώ. Θεωρούσε ότι έκανε την δουλειά του και με φθηνότερα ρούχα, άλλωστε γιατί να πληρώσει την μάρκα μόνο και μόνο για να πει ότι την φοράει;
Μάζευε τα χρήματα του και αργότερα τα χρησιμοποίησε σε ένα ταξίδι που θα του έμενε για πάντα αξέχαστο.
Στην Στέφι αντίκρυζε το ίδιο μοτίβο με το δικό του, μόνο που εκείνη σαν κορίτσι θα ήθελε να προκαλέσει και λίγο τα βλέμματα των αγοριών. Τουλάχιστον αυτό αντιλαμβανόταν κάθε φορά που κρυφά βλέμματα την έλουζαν στα διαλείμματα.
Πέρασαν έτσι δύο χρόνια. Το γυμνάσιο τελείωσε και μπήκε το λύκειο για τα καλά μέσα στη ζωή τους. Το διάβασμα περισσότερο, οι δυσκολίες βουνό καθώς και οι εργασίες. Ειδικά για εκείνους που ήθελαν να δώσουν πανελλήνιες για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Ο Λουκάς ήταν ένας από εκείνους που ήθελαν να σπουδάσουν. Τον ενδιέφερε η ιατρική και ήθελε διακαώς να περάσει. Είχε βάλει σκοπό να μπει με την πρώτη και όχι να χάσει τον χρόνο του στα ίδια και τα ίδια. Παρά το γεγονός ότι το διάβασμα τον είχε απομακρύνει από τις παρέες και τις βόλτες, είχε καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον της Στέφης που το τελευταίο χρόνο έκαναν πολύ παρέα.
Εκείνος την λάτρευε, εκείνη όμως δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο. Με υπομονή και πνίγοντας καθημερινά τα συναισθήματα του, στάθηκε δίπλα της σαν φίλος για χρόνια. Η ζωή όμως, που δεν ορίζει χρόνο, έφερε στον Λουκά αυτό που για καιρό ζητούσε, μια σύντροφο και όχι πρόσκαιρες σχέσεις της μία νύχτας ή και του ενός μήνα. Στη ζωή του εντελώς αναπάντεχα έφτασε η Νόπη.
Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι που διοργάνωνε το λύκειο τους. Ήταν μια καστανή κοπέλα με στρουμπουλά μπουτάκια, μικρό στήθος και μικρή μεσούλα. Ήταν δηλαδή το κλασικό στυλ της Ελληνίδας γυναίκας. Τα μαλλιά της μέχρι τον ώμο, κυματιστά, γεμάτα λάμψη και ένα υπέροχο άρωμα και κάτι καστανά της μάτια, που μαγνήτιζαν όποιον κοιτούσαν, έκλεψαν την καρδιά του Λουκά που μέχρι τότε δεν είχε μάτια για άλλη παρά μόνο για την Στέφη.
Η κοπελιά ντροπαλή και με μεγάλο κόμπλεξ για το σώμα της, ένιωσε βασίλισσα δίπλα στον Λουκά που την αγάπησε για αυτό που ήταν.
Έγιναν ζευγάρι σχεδόν αμέσως. Σεβόταν τις προτεραιότητες του Λουκά, και εκείνος τις δικές της. Και οι δυο ήθελαν να περάσουν στην ιατρική. Και οι δυο τα ίδια όνειρα. Άρχισαν να βγαίνουν με την παρέα και να χάνονται στις βόλτες τους στην Πλάκα και το Μέτς. Μα ο Λουκάς δεν είχε υπολογίσει κάτι….
Η Στέφη δεν ενδιαφερόταν για τον ίδιο. Μα της άρεσε να τρέχει πίσω της σαν το σκυλάκι της. Η Στέφη περνώντας τα χρόνια είχε μετατραπεί σε μια εγωίστρια ψευτοκολτουριάρα που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το εγώ της. Χαμογελούσε ψυχρά και άλλοτε στριφνά στην Νόπη. Μιλούσε πίσω από την πλάτη της με τα χειρότερα λόγια και φρόντιζε να μάθει τις συκοφαντίες που τις φόρτωνε. Τη σχέση του Λουκά και της Νόπης δεν την άγγιζαν τα ωστικά κύματα που προκαλούσε η Στέφη. Ο δε Λουκάς είχε χάσει την γη κάτω από τα πόδια του σαν έβλεπε την αλλαγή της συμπεριφοράς της φίλης του.
-Δεν σε καταλαβαίνω γιατί φέρεσαι έτσι… Της είπε ένα βράδυ που βρεθήκανε στο στέκι τους.
-Τι δεν καταλαβαίνεις Λουκά. Μα καλά πόσο ξέπεσες καημένε. Δες την πως είναι. Τα χάλια της έχει.
-Πως τολμάς να μιλάς κατά αυτόν τον τρόπο;
-Γιατί δεν βλέπεις μπροστά σου.
Τα μάτια του δάκρυσαν στο άκουσμα των λόγων της. Η κοπέλα που αγάπησε, που για χρόνια την κοιτούσε στα μάτια και ανεχόταν το κάθε ένα γκόμενο που έσερνε μαζί της αφήνοντας την ψυχή του ματωμένη να πνίγεται στον έρωτα της, δεν σεβόταν τον ίδιο και την γυναίκα που αγαπούσε. Σηκώθηκε δίχως να της μιλήσει. Δεν ήταν από την αρχή αυτό που ζητούσε. Πλήρωσε και έφυγε αφήνοντας την να τον κοιτάζει αποσβολωμένη. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να της το κάνει αυτό;
Λίγες ώρες αργότερα, και αφού το κινητό του Λουκά είχε σπάσει από τις δεκάδες κλήσεις της Στέφης, ο Λουκάς και η Νόπη περνούσαν την πόρτα του αεροδρομίου για εκείνο το ταξίδι που ο ίδιος για χρόνια ονειρευόταν.
Η ψυχή του διάφανη, χρόνια τώρα δίπλα στην Στέφη. Άφησε για πάντα πίσω του, το κορίτσι των παιδικών του ονείρων ακολούθησε το μονοπάτι της πραγματικής του ζωής.