Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Κυριακάτικο πρωινό - Αποστόλου Φρόσω.

                            Κυριακάτικο πρωινό

Το φως πάλευε να τρυπώσει στο χώρο πίσω από τις βαριές κουρτίνες.Μια ηλιαχτίδα τα κατάφερε και εστίασε στα σφραγισμένα μάτια του.Εκείνα νυσταγμένα άνοιξαν αργά.Κοίταξε πλάι του.Εκείνη κοιμόταν μπρούμυτα σκεπασμένη με την κουβέρτα ως τη μέση κι από πάνω η πλάτη της γυμνή έδινε στα μάτια του δικαίωμα να την χαιδέυουν.Τα μαύρα σπαστά μαλλιά έπεφταν στους ώμους και στο μαξιλάρι κι εκείνος σκεφτόταν πως η εικόνα αυτή ήταν ανεκτίμητη, ένας ακόμη λόγος για να νιώθει ζωντανός.
Πλησίασε το πρόσωπό του στο κεφάλι της και το φίλησε αργά και απαλά.Η μυρωδιά από τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της ήταν απολαυστική.Χαμογέλασε στη θύμηση του χθεσινοβραδινού μπάνιου.Είχαν και οι δυο ρεπό το Σαββατοκύριακο και όπως κάθε βδομάδα το περνούσαν μαζί.Κάθισαν στον καναπέ του σαλονιού κι αφού έφαγαν κάτι πρόχειρο απόλαυσαν το αγαπημένο τους κρασί συζητώντας διάφορα θέματα που τους απασχολούσαν το τελευταίο διάστημα.Κι ύστερα από ώρα τα κορμιά τους χαλάρωσαν και αναζήτησαν το ένα το άλλο.
«Νομίζω πως ζαλίζομαι.»του είπε και γέλασε.Κι αυτός την πήρε απαλά στα χέρια του και την πήγε στην κρεβατοκάμαρα.Την ξάπλωσε στο κρεβάτι κι εκεί,μια νύχτα του Σαββάτου απόλαυσε το ζαλισμένο της κορμί που ζεστό τον έκλεινε στην αγκαλιά του.Κι ύστερα που ο πόθος καταλάγιασε και ο έρωτας ζητούσε να ξεδιψάσει την πήρε ξανά στα χέρια του και την πήγε στο μπάνιο.Την έβαλε να καθίσει στη μπανιέρα και μπήκε κι εκείνος μαζί της.Της έλουσε τα μακριά μαλλιά της ενώ εκείνη είχε ξεκαρδιστεί με τις αδέξιες κινήσεις του.
Τώρα είχε ξημερώσει η Κυριακή.Είχαν άλλη μια μέρα ελεύθερη για να χαρούν ο ένας τον άλλο πριν γυρίσουν και πάλι στις υποχρεώσεις τους.Δεν ήθελε να χαλάσει την εικόνα αυτή όμως ήθελε να την ξυπνήσει.Κι όταν κατάφερε τελικά να ανοίξει τα μάτια της της είπε: «Είσαι έτοιμη για μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα;»
«Καφές θα υπάρχει;»
«Αυτό θεωρείται αυτονόητο.»
«Είμαι πανέτοιμη τότε.»
Ντύθηκαν ζεστά γιατί αν και μέσα Απρίλη τα πρωινά ήταν κρύα.Το χέρι της έσφιγγε το δικό του με λατρεία.Το δικό του…Που κρατούσε τις λαβές από το αναπηρικό αμαξίδιό της και το έσπρωχνε σε κάθε βήμα του.Κι ο ήλιος όλο και ανέβαινε ψηλότερα εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό κι ήταν λες και χαμογελούσε με ευγνωμοσύνη που ακόμη υπήρχαν τόσο δυνατές αγάπες στον ψεύτικο αυτό κόσμο…
                      
Αποστόλου Ευφρασία


1 σχόλιο:

  1. Τρυφερό, αισθαντικό και μ΄εκείνη την νότα αισιοδοξίας που δείχνει ότι δεν έχουν όλα χαθεί!

    ΑπάντησηΔιαγραφή